ευκέραστος

ευκέραστος
εὐκέραστος, -ον (ΑΜ)
ο καλά συγκερασμένος, ο με μέτρο αναμιγμένος, ο ευκραής («πρὸς πᾱσάν ἐστι ποιότητα ἐκέραστος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κεραστός (< κεράννυμι «ανακατεύω, αναμιγνύω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εὐκέραστος — well mixed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκέραστον — εὐκέραστος well mixed masc/fem acc sg εὐκέραστος well mixed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκεράστου — εὐκέραστος well mixed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκέραστα — εὐκέραστος well mixed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκερασία — εὐκερασία, ἡ (Α) [ευκέραστος] 1. πάπ. η ευκρασία*, η κατάσταση τής σύμμετρης αναμίξεως και συγκερασμού αντιθέτων στοιχείων 2. ο μετριοπαθής βίος, η μετρημένη ζωή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”